Εισαγωγή
Ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες , ακόμη και αντικρουόμενες, υπάρχει μια που γίνεται η κυρίαρχη κουλτούρα η οποία εμφανίζεται σαν τον πολιτισμό αυτής της κοινωνίας και ενσωματώνεται στους πολιτικούς, οικονομικούς, ηθικούς, νομοθετικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς. Το εκπαιδευτικό σύστημα διαχέει την κυρίαρχη κουλτούρα ανάμεσα στους νέους και εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της από τη μια γενιά στην άλλη. Κατά συνέπεια καμία εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι στο περιθώριο του πολιτιστικού περιβάλλοντος της.
Πολλοί από τους μαθητές που φοιτούν στα ελληνικά δημοτικά σχολεία ανήκουν σε διαφορετικές εθνικότητες και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στο να γίνουν αποδεκτοί και τελικά να ενσωματωθούν στις ομάδες των Ελλήνων συμμαθητών τους. Τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να δημιουργήσουν τους δικούς τους πολιτιστικούς μικρόκοσμους μέσα στην κοινότητα του σχολείου ή της γειτονιάς τους. Συνεπώς, είναι επιτακτική η ανάγκη να εκπαιδεύσουμε τους μαθητές μας να δέχονται, να επικοινωνούν και να γίνονται φίλοι με ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων οι οποίοι είναι φορείς διαφορετικών πολιτισμών.
Το μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ελεύθερης, πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας που θα προάγει την ταυτότητα και τη συνείδηση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, της ενταγμένης στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την ελληνική και ορθόδοξη συγχρόνως οικουμενικότητά της. Στο παραπάνω συμπέρασμα καταλήξαμε , για τον κρίσιμο και ουσιαστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το μάθημα των Θρησκευτικών για την ομαλή κοινωνική ένταξη των αλλοθρήσκων και αλλόδοξων μαθητών - παιδιών μεταναστών που φοιτούν στα σχολεία της πατρίδας μας.
2. Η θρησκευτική αγωγή στο Δημοτικό Σχολείο
Ο Χριστός πριν το σωτήριό Πάθος Του ονόμασε τους μαθητές Του και κατ’ επέκταση όλους τους ανθρώπους φίλους Του και μετά τη ζωφόρο Ανάστασή Του αδελφούς . Όλοι μάλιστα οι άνθρωποι ως παιδιά του Θεού είναι αδέλφια μεταξύ τους. Επομένως οι κοινωνικές σχέσεις όλων πρέπει να είναι φιλικές και αδελφικές. Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να κινείται το μάθημα των Θρησκευτικών και να διαχέεται ένα πνεύμα σεβασμού προς την ετερότητα, επίσης, να κρατάει πάντα την ίδια στάση απέναντι στα παιδιά ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Μια θεολογία η οποία, όχι απλώς στέργει και συγκατανεύει στον οφειλόμενο σεβασμό έναντι της θρησκευτικής ετερότητας, ως ανθρωπίνου δικαιώματος, αλλά όντας - η ορθόδοξη θεολογία - ριζοσπαστικότερη από πολλές κοσμοθεωρίες και βλέποντας τον «ξένο» ως εικόνα Θεού, κατανοεί τη στάση της απέναντι στο μετανάστη, ως σχέση αγάπης, κατά το πρότυπο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Και, ασφαλώς, στην αγαπητική αυτή κοινωνία των προσώπων δεν υπάρχουν περιθώρια για τους συνήθεις φραγμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση και τη θρησκευτική πίστη.
Tα σχολεία μας μπορούν και χρειάζεται να συντελέσουν στην μείωση της ψυχικής απόστασης των πολιτών – μαθητών και της αποδοχής της διαφορετικότητας του άλλου, υπογραμμίζοντας ότι προς την κατεύθυνση αυτή σημαντικός είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το μάθημα των θρησκευτικών μέσα απ’ το οποίο θα γνωρίσει ο μαθητής το υπερφυλετικό, το υπερεθνικό περιεχόμενο του χριστιανικού μηνύματος και θα συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστιανισμός δίνει προτάσεις στο σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του και την ποιότητα ζωής. Έτσι ο μαθητής θα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τη προσφορά του μαθήματος ώστε να συνειδητοποιήσει τη δύναμη του λυτρωτικού μηνύματος του Ευαγγελίου, να καλλιεργήσει το ήθος και τη προσωπικότητά του, να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό και να πάρει έμπρακτα θέση.
H κοινωνία μας και το σχολείο θα πρέπει να αγκαλιάσουν με αγάπη και στοργή τους μετανάστες, καθώς είναι κι’ αυτοί, σύμφωνα με τη ορθόδοξη θεολογία, «εικόνες θεού», συνεπώς ανάμεσα σ’ αυτούς και την Εκκλησία δεν μπορούν να νοηθούν εθνικοί και φυλετικοί φραγμοί. Στον Χριστιανισμό ο «ξένος» δεν τίθεται απλώς υπό την προστασία του Θεού, ο ίδιος ο Θεός ταυτίζεται με το πρόσωπο του «ξένου», στη σχετική ρήση του το Χριστός στο ευαγγέλιο μας τονίζει: «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» . Και ο Χριστός, βεβαίως, δεν κάνει διακρίσεις στον ορισμό του ξένου. Ξένος και πλησίον δεν είναι μόνον ο ομόθρησκος, ο όμαιμος, ο συμπατριώτης, ο ομοϊδεάτης και ο «οικείος», αλλά και αυτός που είναι εντελώς διαφορετικός από εμάς.
Αυτός που πρεσβεύει διαφορετικά πιστεύματα, έχει διαφορετική Θρησκεία, ακολουθεί διαφορετική ιδεολογία, έχει διαφορετικό χρώμα από εμάς και ανήκει σε διαφορετική εθνότητα. Απέναντι σε όλους αυτούς ο Χριστιανός αποδίδει σεβασμό προς το πρόσωπό τους, κατάφαση της ετερότητάς τους και αναγνώρισή τους ως ισοτίμους και ισάξιους.
3. Η ανθρωπιστική διάσταση της θρησκευτικής ετερότητας
Παράλληλα με την προσπάθεια της κοινωνίας για καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής, πρέπει να προσέξουμε και να καλλιεργήσουμε τη ανθρωπιστική διάσταση της παιδείας, Όταν καλλιεργούνται σωστά οι σκοποί σε ένα σχολείο, αυτό το σχολείο είναι έτοιμο για να καλλιεργήσει τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και αγωγή.
Σήμερα , λοιπόν, το ζητούμενο για κάθε σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία δεν είναι μία εκπαίδευση για κάθε εθνική ομάδα αλλά μια εκπαίδευση κοινή για όλους, η οποία να ανταποκρίνεται στις πολυπολιτισμικές και πολυγλωσσικές συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνίας. Μέσα από τις σχετικές μελέτες και τις δοκιμαζόμενες λύσεις διαμορφώνεται βαθμιαία ένας κλάδος της Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής Επιστήμης, η Παιδαγωγική των Αλλοδαπών . Πιο απλά, το θέμα είναι η μετάβαση από μια εκπαίδευση για αλλοδαπούς στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Είναι προφανές ότι μια τέτοια μετάβαση θέτει τις δικές της προϋποθέσεις και λειτουργεί μόνο υπό συγκεκριμένους όρους. Πρωτίστως προϋποθέτει την ισότιμη αντιμετώπιση των διαφορετικών πολιτισμών .
Η διαπολιτισμική αγωγή δεν πρέπει να περιορίζεται στους παιδαγωγικούς θεσμούς, αλλά να επεκτείνεται και στον κοινωνικό περίγυρο για να υπάρχει μια σχέση ισοτιμίας. Μια διαπολιτισμική αγωγή χωρίς πρόγραμμα και δραστηριότητες για την πάταξη της θεσμικής διάκρισης, χωρίς τη δημόσια περιφρόνηση και καταδίκη του ρατσισμού στη κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει σαν αρνητική ιδεολογία προς κάθε τι που υποστηρίζει η πολυπολιτισμική και διαπολιτισμική αγωγή στο σχολείο . «Στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής αγωγής ο θρησκευτικός φανατισμός και η υποτίμηση της γυναίκας δεν έχουν θέση, αντίθετα ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός, η ισοτιμία των γυναικών και οι δημοκρατικοί θεσμοί μιας κοινωνίας αποτελούν τη βάση της διαπολιτισμικής και πολυπολιτισμικής αγωγής» .
Το σχολείο έχει ως βασικό στόχο μεταξύ άλλων την κοινωνικοποίηση των παιδιών. Παρουσιάζοντας όμως κανείς μια πλαστή ομοιομορφία, δεν βοηθά στην πραγματική κοινωνικοποίηση. Αντίθετα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ρατσισμού. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να κατανοήσει το σύνολο της κοινωνίας, βλέποντας ρεαλιστικά διάφορες τάσεις και την ποικιλία που υπάρχει μέσα σ΄ αυτήν. Κατανοώντας το σύνολο, μπορεί να εντάξει μέσα σε αυτές και τις ιδιαιτερότητες και να βοηθήσει να κατανοηθούν αυτές, χωρίς παράλληλα να επιδιώκει την καλλιέργειά τους. Η αποδοχή της πολιτισμικής ετερότητας θριαμβεύει στη θεωρία, αλλά πάσχει στην πράξη. Λογικά δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη στάση και τη συμπεριφορά του «άλλου», χωρίς να γνωρίζουμε ποιος είναι ο άλλος και από πού προέρχεται. Το λάθος που κάνουμε είναι να οδηγούμαστε σε γενικεύσεις και ατεκμηρίωτες θέσεις γι’ αυτόν.
Η αποδοχή της ετερότητας σήμερα στο σχολείο και στη κοινωνία γενικότερα, σημαίνει άρνηση της μονοπολιτισμικής και εθνοκεντρικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, προσχώρηση στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες και αποδοχή της διαπολιτισμικής αγωγής με όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που συνεπάγεται. « Πολύ σημαντικό στο σημείο αυτό είναι τι διδάσκονται τα παιδιά για τους άλλους λαούς και, κυρίως, τους γειτονικούς» .
Σημαντικός επίσης λόγος είναι ότι η δημιουργία ευρύτερων σχηματισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησε πλέον σαφώς στην συνύπαρξη ανθρώπων που είναι διαφορετικοί θρησκευτικά, γλωσσικά, εθνικά και πολιτιστικά Στη σημερινή πραγματικότητα υπάρχει ανάμειξη ανθρώπων με διαφορετικές πολιτιστικές ταυτότητες. Αυτό έχει τη θετική του διάσταση για όλους τους ανθρώπους της γης. Οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους, απεναντίας έχουν να μοιράσουν τις πλούσιες εμπειρίες τους και να αγωνιστούν για τις πανανθρώπινες ιδέες, για την ειρήνη, για τη δικαιοσύνη και γενικότερα για την επικράτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο των κόσμο.
Η πολυπολιτισμική αγωγή, η οποία δεν πηγάζει απλά από τα δικαιώματα του ανθρώπου, αλλά από τον ίδιο τον άνθρωπο ως πρόσωπο, διακρίνεται για την προσωποκεντρικότητά της, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύει την υπεροχή της διδασκαλίας που στηρίζεται στον πλήρη σεβασμό προς την προσωπικότητα του άλλου. Παράλληλα, προβάλλει την ιδιαιτερότητα του άλλου, αναγνωρίζοντας και αποδίδοντας τιμή στην ιδιοπροσωπία του. Η διαφορετικότητα, η ετερότητα και η κάθε λογής ιδιαιτερότητα αυτών των μαθητών πρέπει να τύχει του σεβασμού και της αποδοχής από τα υπόλοιπα μέλη της σχολικής κοινότητας και κατ’ επέκταση της ευρύτερης κοινωνίας.
Προς αυτή τη κατεύθυνση είναι γνωστό ότι προσπαθεί να συμβάλλει η Κοινότητα, στην ανάπτυξη της παιδείας ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα του κάθε μέλους για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και την πολιτισμική και τη γλωσσική ιδιομορφία σε κάθε χώρα.